Ματαιότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ματαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inutilidade, uselessness, a inutilidade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ματαιότητα
ματαιότητα συνώνυμα, ματαιότητα ετυμολογία, ματαιότητα ορισμός, ματαιότητα συνώνυμο, ματαιότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ματαιότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ματαιοδοξία στα πορτογαλικά - vaidade, vanity, penteadeira, a vaidade, de vaidade
- ματαιόδοξος στα πορτογαλικά - vaidoso, frívolo, aspirador, fútil, estéril, inútil, vão, ...
- ματαιώνω στα πορτογαλικά - abortar, aborto, névoa, despistar, neblina, cancelar, cancelar a, ...
- ματιά στα πορτογαλικά - olhar, alegria, veja, olhe, olhar para, ver
Τυχαίες λέξεις
Ματαιότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inutilidade, uselessness, a inutilidade
Μεταφράσεις: inutilidade, uselessness, a inutilidade