Μηχανουργός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μηχανουργός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maquinista, Operador, Machinist, mecânico, Operário
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μηχανουργός
μηχανουργός ιεκ, μηχανουργός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μηχανουργός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μηχανικός στα πορτογαλικά - motor, locomotiva, coordenador, engenheiro, carne, engenheiro de, engenharia, ...
- μηχανισμός στα πορτογαλικά - mecanismo, mecanismo de, mecanismos
- μιαίνω στα πορτογαλικά - contaminar, poluir, poluem, polui, polua
- μιζέρια στα πορτογαλικά - miséria, miserável, pobreza, derrame, sofrimento, a miséria, infelicidade, ...
Τυχαίες λέξεις
Μηχανουργός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: maquinista, Operador, Machinist, mecânico, Operário
Μεταφράσεις: maquinista, Operador, Machinist, mecânico, Operário