Μομφή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μομφή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
censura, vergonha, censurar, opróbrio, reprovação
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μομφή
μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο, μομφή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μομφή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μολύβι στα πορτογαλικά - lápis, canivete, lápis de, de lápis, do lápis, pencil
- μολύνω στα πορτογαλικά - infectar, contagiar, infantaria, contaminar, infectam, infect
- μονάδα στα πορτογαλικά - unidade, original, unidade de, aparelho, da unidade, unidades
- μονή στα πορτογαλικά - abadia, Abbey, abadia de, mosteiro, da abadia
Τυχαίες λέξεις
Μομφή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: censura, vergonha, censurar, opróbrio, reprovação
Μεταφράσεις: censura, vergonha, censurar, opróbrio, reprovação