Μονάδα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μονάδα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
unidade, original, unidade de, aparelho, da unidade, unidades
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονάδα
μονάδα τεχνητού νεφρού, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα 731, μονάδα αναπτυξιακής παιδιατρικής του νοσοκομείου παίδων «αγλαΐα κυριακού», μονάδα ανθρώπινης εργασίας, μονάδα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μονάδα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μολύνω στα πορτογαλικά - infectar, contagiar, infantaria, contaminar, infectam, infect
- μομφή στα πορτογαλικά - censura, vergonha, censurar, opróbrio, reprovação
- μονή στα πορτογαλικά - abadia, Abbey, abadia de, mosteiro, da abadia
- μοναδικός στα πορτογαλικά - bizarro, único, original, esquisito, ímpar, excêntrico, estranho, ...
Τυχαίες λέξεις
Μονάδα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: unidade, original, unidade de, aparelho, da unidade, unidades
Μεταφράσεις: unidade, original, unidade de, aparelho, da unidade, unidades