Νεύρο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: νεύρο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
audácia, nervo, do nervo, nervosa, nervos, nervoso
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νεύρο
ωλένιο νεύρο, νεύρο δοντιού, νεύρο κροταφογναθική άρθρωση, νεύρο της νεφρικής πυέλου, ισχιακό νεύρο, νεύρο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, νεύρο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- νεωτεριστικός στα πορτογαλικά - modernista, modernistic, modernistas
- νεότητα στα πορτογαλικά - o, jovens, jovem, juventude, da juventude, juvenil
- νεύω στα πορτογαλικά - indicar, assinalar, signo, sinal, aceno, alistar, mostrar, ...
- νημάτιο στα πορτογαλικά - filamento, filamentos, de filamentos, incandescência, de incandescência
Τυχαίες λέξεις
Νεύρο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: audácia, nervo, do nervo, nervosa, nervos, nervoso
Μεταφράσεις: audácia, nervo, do nervo, nervosa, nervos, nervoso