Νομίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: νομίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
opinar, julgar, coisas, supor, ver, pensar, pense, achar, acho, acho que, acha, pensam
Νομίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νομίζω

νομίζω ότι με απατάει, νομίζω συνώνυμα, νομίζω είμαι ερωτευμένη με κάποιον τι πρέπει να κάνω, νομίζω αρχικοί χρόνοι, νομίζω ότι είμαι έγκυος, νομίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, νομίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • νοικιάζω στα πορτογαλικά - quadril, alugar, fretar, aluguel, renda, arrendar, aluguer
  • νοικοκύρης στα πορτογαλικά - dona de casa, dona, homemaker, do homemaker, do lar
  • νομιμότητα στα πορτογαλικά - legalidade, a legalidade, da legalidade, de legalidade
  • νομισματικός στα πορτογαλικά - monetário, monetária, monetárias, monetários, monetary
Τυχαίες λέξεις
Νομίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: opinar, julgar, coisas, supor, ver, pensar, pense, achar, acho, acho que, acha, pensam