Ξεσηκώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ξεσηκώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desperte, incitar, agitar, provocar, suscitar, agitar acima
Ξεσηκώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεσηκώνω

ξεσηκώνω συνώνυμα, ξεσηκώνω συνώνυμο, ξεσηκώνω english, ξεσηκώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ξεσηκώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ξερός στα πορτογαλικά - seca, seco, a seco, secos, secas
  • ξεσήκωμα στα πορτογαλικά - rebelião, revolta, insurreição, levante, levantamento
  • ξεσκεπάζω στα πορτογαλικά - exportação, delatar, expor, exposição, exportar, descobrir, revelar, ...
  • ξεσπώ στα πορτογαλικά - irromper, voar, estouro, explosão, estourar, rajada, ruptura
Τυχαίες λέξεις
Ξεσηκώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desperte, incitar, agitar, provocar, suscitar, agitar acima