Οικισμός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: οικισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aldeias, povoado, ajuste, domiciliar, colonização, aldeia, estabelecimento, liquidação, de liquidação, assentamento
Οικισμός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικισμός

οικισμός χοιροκοιτίας, οικισμός in english, οικισμός γέννησης στα αγγλικά, οικισμός ουζιέλ, οικισμός προ του 1923, οικισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οικισμός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • οικειότητα στα πορτογαλικά - conhecimento, intimidade, a intimidade, intimacy, de intimidade, da intimidade
  • οικιακός στα πορτογαλικά - doméstico, família, abóbada, casa, agregado familiar, domésticos
  • οικιστής στα πορτογαλικά - colono, colonizador, colonos, settler, de colonos
  • οικιστικός στα πορτογαλικά - residencial, residential, residências, residenciais
Τυχαίες λέξεις
Οικισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aldeias, povoado, ajuste, domiciliar, colonização, aldeia, estabelecimento, liquidação, de liquidação, assentamento