Οικογένεια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: οικογένεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
família, glória, categoria, fama, familiar, da família, a família, familiares
Οικογένεια στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικογένεια

οικογένεια ορισμός, οικογένεια μίλερ online filmer, οικογένεια σοφιανού, οικογένεια λέξεων, οικογένεια βλάπτει, οικογένεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οικογένεια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • οικιστής στα πορτογαλικά - colono, colonizador, colonos, settler, de colonos
  • οικιστικός στα πορτογαλικά - residencial, residential, residências, residenciais
  • οικοδέσποινα στα πορτογαλικά - anfitriã, Sobrinha, hostess, hospedeira, da hospedeira
  • οικοδεσπότης στα πορτογαλικά - anfitrião, hospitalizar, hospedeiro, acolhimento, de acolhimento, hospedeira
Τυχαίες λέξεις
Οικογένεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: família, glória, categoria, fama, familiar, da família, a família, familiares