Ομαλά στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ομαλά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
normalmente, geralmente, normal
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομαλά
ομαλά μεταφραση, ομαλά ρήματα αρχαίων, ομαλά συνώνυμο, ομαλά αιμαγγειώματα, ομαλά επιταχυνόμενη κίνηση, ομαλά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ομαλά στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ομήγυρη στα πορτογαλικά - reunião, conjunto, montagem, companhia, painel que tem, painel tendo, de painel que tenha
- ομίχλη στα πορτογαλικά - névoa, enforcar, focalizar, nevoeiro, missionário, foco, bruma, ...
- ομαλός στα πορτογαλικά - saudades, regulamentar, pesar, regular, planície, simples, liso, ...
- ομελέτα στα πορτογαλικά - omelete, omeleta, omelete de, omelette, de omelete
Τυχαίες λέξεις
Ομαλά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: normalmente, geralmente, normal
Μεταφράσεις: normalmente, geralmente, normal