Οροπέδιο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: οροπέδιο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
laminar, placa, planalto, platô, patamar, plateau, planalto de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οροπέδιο
οροπέδιο αγ. τριάδας καλοσκοπής φωκίδας, οροπέδιο νίδας, οροπέδιο λασιθίου, οροπέδιο της νίδας, οροπέδιο λασιθίου ξενώνες, οροπέδιο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οροπέδιο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- οροθετώ στα πορτογαλικά - delimitar, divisar, delicioso, demarcar, demarcação, demarcam, delimitação
- ορολογία στα πορτογαλικά - termine, nomenclatura, terminologia, terminológicos, a terminologia, terminologia de, terminologias
- οροφή στα πορτογαλικά - tecto, teto, roma, telhado, cobrir, do telhado, telhado de
- ορτύκι στα πορτογαλικά - animal, pirinéus, codornizes, codorniz, codorna, codornas, quail
Τυχαίες λέξεις
Οροπέδιο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: laminar, placa, planalto, platô, patamar, plateau, planalto de
Μεταφράσεις: laminar, placa, planalto, platô, patamar, plateau, planalto de