Παραγωγικότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: παραγωγικότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
produtividade, a produtividade, da produtividade, de produtividade, produtividade do
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παραγωγικότητα
παραγωγικότητα επιχειρησης, παραγωγικότητα και αμοιβή εργασίας, παραγωγικότητα στην εκπαίδευση, παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα εργασίας τυπος, παραγωγικότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, παραγωγικότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- παραγωγή στα πορτογαλικά - rendimento, produzir, ainda, ceder, saída, esboço, produto, ...
- παραγωγικός στα πορτογαλικά - fecundo, fértil, produtivo, produtiva, produtivos, produtivas, produção
- παραγωγός στα πορτογαλικά - produtor, produtores, produtora, produtor de
- παραδέρνω στα πορτογαλικά - florença, solha, linguado, Linguados, flounder, solha das pedras
Τυχαίες λέξεις
Παραγωγικότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: produtividade, a produtividade, da produtividade, de produtividade, produtividade do
Μεταφράσεις: produtividade, a produtividade, da produtividade, de produtividade, produtividade do