Πελώριος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πελώριος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espaçoso, amplo, imenso, vasto, gigantesco, apertar, estreitar, abraço, extenso, que bate, batendo, bater, thumping, desviavam
Πελώριος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πελώριος

πελώριος ετυμολογία, πελώριος συνώνυμα, πελώριος σμάραγδος, πελώριος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πελώριος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πελεκώ στα πορτογαλικά - massacrar, chacinar, golpear, cortar, decepar, HEW, desbasta, ...
  • πελούζα στα πορτογαλικά - relva, lei, gramado, Peluso
  • πεμπτουσία στα πορτογαλικά - quintessência, essência, quintessence, quinta essência
  • πενήντα στα πορτογαλικά - quinquagésima, cinqüenta, cinquenta, cinqüênta, de cinquenta, de cinqüenta
Τυχαίες λέξεις
Πελώριος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: espaçoso, amplo, imenso, vasto, gigantesco, apertar, estreitar, abraço, extenso, que bate, batendo, bater, thumping, desviavam