Περιορισμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
restrição, de restrição, restrições, limitação, restrição de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιορισμός
περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, περιορισμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- περιορίζω στα πορτογαλικά - restrinja, herde, reprimir, coibir, reduza, tília, reger, ...
- περιορισμένος στα πορτογαλικά - restringido, restrito, restrita, limitado, restringiu
- περιουσία στα πορτογαλικά - predicado, propriedade, roça, estabelecimento, possessão, granja, atributos, ...
- περιοχή στα πορτογαλικά - distrito, esfera, distribuidor, área, região, região de, a região, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: restrição, de restrição, restrições, limitação, restrição de
Μεταφράσεις: restrição, de restrição, restrições, limitação, restrição de