Πιστοποιητικό στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πιστοποιητικό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recomendação, certificado, certidão, certificado de, certificados, de certificado
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστοποιητικό
πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, πιστοποιητικό γεννήσεως, πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας, πιστοποιητικό υγείας, πιστοποιητικό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πιστοποιητικό στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πισινός στα πορτογαλικά - reaparecer, melhorar, criar, cultivar, educar, suspender, erguer, ...
- πιστεύω στα πορτογαλικά - acredite, achar, acreditar, crer, julgar, pensar, acreditam, ...
- πιστοποιώ στα πορτογαλικά - ateste, atestar, certificar, certifica, Certifico, certificam
- πιστωτής στα πορτογαλικά - credor, mutuante, credores, credora, do credor
Τυχαίες λέξεις
Πιστοποιητικό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: recomendação, certificado, certidão, certificado de, certificados, de certificado
Μεταφράσεις: recomendação, certificado, certidão, certificado de, certificados, de certificado