Πλοίο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πλοίο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
navio, recipiente, embarcação, telha, barco, navios, óptimo, vaso, vasilha, navio de, nave
Πλοίο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλοίο

πλοίο ελευθέριος βενιζέλος, πλοίο ασφαλείας, πλοίο αριάδνη, πλοίο αδαμάντιος κοραής, πλοίο sewol, πλοίο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πλοίο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πληρώνω στα πορτογαλικά - salário, custear, desenferrujar, pagamento, penhor, pagar, ordenado, ...
  • πλησιάζω στα πορτογαλικά - aproximação, chegar, abeirar, aproximar, abordar, acercar, achegar, ...
  • πλοκάμι στα πορτογαλικά - tentáculo, tentacle, tentáculos, do tentáculo, tentáculo de
  • πλοκή στα πορτογαλικά - lote, retorcer, rodar, compromisso, torção, penhorar, torcer, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλοίο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: navio, recipiente, embarcação, telha, barco, navios, óptimo, vaso, vasilha, navio de, nave