Ποινή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ποινή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
penalizações, castigo, punição, pena, multa, penalidade, pena de, sanção
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποινή
ποινή με αναστολή, ποινή λιπομαρτυρίας, ποινή φυλάκισης με αναστολή, ποινή 90 εκατομμυρίων ευρώ στην τουρκία για την εισβολή στην κύπρο, ποινή απαραδέκτου, ποινή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ποινή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ποικιλία στα πορτογαλικά - jaez, variável, casta, qualidade, género, espécie, raça, ...
- ποιμενικός στα πορτογαλικά - pastoral, pastorais, pastoril
- ποινικός στα πορτογαλικά - penal, penais
- ποιότητα στα πορτογαλικά - índole, predicado, carácter, qualidade, temperamento, habilitar, de qualidade, ...
Τυχαίες λέξεις
Ποινή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: penalizações, castigo, punição, pena, multa, penalidade, pena de, sanção
Μεταφράσεις: penalizações, castigo, punição, pena, multa, penalidade, pena de, sanção