Πρόσφορος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πρόσφορος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
terno, fato, ajuste, caber, apropriado, adaptação, conveniente, convenientes, cómoda, prático
Πρόσφορος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσφορος

πρόσφορος στα αγγλικα, πρόσφορος αγγλικα, πρόσφορος ορισμός, πρόσφορος συνώνυμο, πρόσφορος λεξικο, πρόσφορος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πρόσφορος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πρόσφατα στα πορτογαλικά - recente, ultimamente, tarde, recentemente, Recently, recém
  • πρόσφατος στα πορτογαλικά - recente, aceitar, acolher, receba, colher, recentes, recentesExibir, ...
  • πρόσφυγας στα πορτογαλικά - refugiados, refugiado, de refugiado, de refugiados, dos refugiados
  • πρόσφυμα στα πορτογαλικά - afixar, sufixo, sufixo de, sufixos, de sufixo, o sufixo
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφορος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: terno, fato, ajuste, caber, apropriado, adaptação, conveniente, convenientes, cómoda, prático