Ρόμπα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ρόμπα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salteador, vestido, beca, veste, robe, manto, túnica, roupão
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρόμπα
ρόμπα ξεκούμπωτη, ρόμπα ανδρική, ρόμπα fleece, ρόμπα γυναικεία, ρόμπα slang, ρόμπα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ρόμπα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ρόλος στα πορτογαλικά - ofício, roedor, emprego, função, papel, parte, alvo, ...
- ρόμβος στα πορτογαλικά - losango, rombo, rhombus, do rhombus, rhombus do
- ρόπαλο στα πορτογαλικά - morcego, bastão, comunidade, clube, sociedade, bat, bastão de, ...
- ρύζι στα πορτογαλικά - arroz, fita, de arroz, do arroz, o arroz, arroz de
Τυχαίες λέξεις
Ρόμπα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: salteador, vestido, beca, veste, robe, manto, túnica, roupão
Μεταφράσεις: salteador, vestido, beca, veste, robe, manto, túnica, roupão