Σέρνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σέρνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arrastar, sacar, puxar, arrasto, arraste, de arrastar, de arrasto
Σέρνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σέρνω

σέρνω english, σέρνω αόριστος, σέρνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σέρνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σέρβις στα πορτογαλικά - usuário, serviço, serviços, serviço de, de serviço, de serviços
  • σέρνομαι στα πορτογαλικά - rastejamento, rastejar, engatinhar, arrepiar, rastreamento
  • σέρτικος στα πορτογαλικά - rígido, rigoroso, diversos, severo, austero, sertikos
  • σέσουλα στα πορτογαλικά - concha, pá, furo jornalístico, colher, scoop
Τυχαίες λέξεις
Σέρνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arrastar, sacar, puxar, arrasto, arraste, de arrastar, de arrasto