Σαν στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σαν, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
como, gostar, prezar, quão, porque, semelhante, parecido, relâmpago, estimar, amar, tão, similar, como o, como a, tal como
Σαν στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαν

σαν αντρεας, σαν τον καραγκιοζη, σαν δεν ντρεπεσαι, σαν σταρ του σινεμα, σαν σημερα, σαν λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σαν στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σαμποτάρω στα πορτογαλικά - sabotar, sabotagem, sabotagens, a sabotagem, de sabotagem
  • σαμπουάν στα πορτογαλικά - xampu, shampoo, champô
  • σανίδα στα πορτογαλικά - tábua, placa, prancha, prancha de, plank, da prancha
  • σανίδωμα στα πορτογαλικά - bordagem, planking, tábuas, tabuado, do planking
Τυχαίες λέξεις
Σαν στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: como, gostar, prezar, quão, porque, semelhante, parecido, relâmpago, estimar, amar, tão, similar, como o, como a, tal como