Σαρκώδης στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σαρκώδης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carnudo, carnuda, fleshy, carnudas, carnosa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκώδης
σαρκώδης καρποί, σαρκώδης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σαρκώδης στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σαρκοβόρος στα πορτογαλικά - carnívoro, carnívoros, carnívora, carnivorous, carnívoras
- σαρκοφάγος στα πορτογαλικά - sarcófago, sarcófago de, do sarcófago, sarcófagos, sarcophagus
- σαρωτικός στα πορτογαλικά - varredura, extenso, arrebatadora, varrer, varrendo
- σαρώνω στα πορτογαλικά - olhar, escalas, sueco, varrer, varredura, de varredura, varrimento, ...
Τυχαίες λέξεις
Σαρκώδης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: carnudo, carnuda, fleshy, carnudas, carnosa
Μεταφράσεις: carnudo, carnuda, fleshy, carnudas, carnosa