Στενάζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: στενάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carpir, gemer, gemido, lamento, lamentar, moan
Στενάζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενάζω

στενάζω συνώνυμα, στενάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στενάζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • στεγνός στα πορτογαλικά - enxuto, enxugar, seco, secar, bêbedo, árido, seca, ...
  • στενά στα πορτογαλικά - vir, volver, passagem, partido, passar, de perto, perto, ...
  • στενός στα πορτογαλικά - pequeno, avaro, narrativa, privado, avarento, particular, familiar, ...
  • στενόχωρος στα πορτογαλικά - desconfortável, Saibam, desconfortáveis, incômodo, incômoda
Τυχαίες λέξεις
Στενάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: carpir, gemer, gemido, lamento, lamentar, moan