Στοχεύω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στοχεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alvo, fim, destino, de destino, meta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στοχεύω
στοχεύω συνώνυμο, στοχεύω αγγλικά, στοχεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στοχεύω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στοχασμός στα πορτογαλικά - meditação, a meditação, meditation, de meditação, da meditação
- στοχαστικός στα πορτογαλικά - contemplativo, contemplativa, contemplative, contemplação, contemplativos
- στρέμμα στα πορτογαλικά - jeira, acre, hectares, acres, hectare
- στρέψη στα πορτογαλικά - torção, de torção, torsão, torsion, de torsão
Τυχαίες λέξεις
Στοχεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alvo, fim, destino, de destino, meta
Μεταφράσεις: alvo, fim, destino, de destino, meta