Στρατολογώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στρατολογώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recruta, recriminar, empossar, induzir, introduzir, induct, doutrinar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρατολογώ
στρατολογώ συνώνυμα, στρατολογώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στρατολογώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στρατιώτης στα πορτογαλικά - solda, soldado, soldados, militar, soldier, soldado de
- στρατολογία στα πορτογαλικά - recrutamento, conscrição, o recrutamento, alistamento, serviço militar obrigatório
- στρατολόγηση στα πορτογαλικά - recrutamento, de recrutamento, o recrutamento, contratação, recrutamento de
- στρατός στα πορτογαλικά - exército, do exército, exército de, o exército
Τυχαίες λέξεις
Στρατολογώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: recruta, recriminar, empossar, induzir, introduzir, induct, doutrinar
Μεταφράσεις: recruta, recriminar, empossar, induzir, introduzir, induct, doutrinar