Στόλος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στόλος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fuja, fugir, voar, rápido, frota, veloz, frota de, da frota, frotas, de frota
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόλος
στόλος κυκλοφορούντων οχημάτων 2012, στόλος ολυμπιακής, στόλος ο πολεμικός, στόλος οασθ, στόλος οασθ 2014, στόλος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στόλος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στυφότητα στα πορτογαλικά - afiar, afinar, aguçar, agudeza, adstringência, da adstringência, a adstringência, ...
- στόκος στα πορτογαλικά - massa de vidraceiro, betume, putty, massa, vidraceiro
- στόμα στα πορτογαλικά - foz, bigode, boca, falar, a boca, da boca
- στόμιο στα πορτογαλικά - foz, falar, bigode, boca, a boca, da boca
Τυχαίες λέξεις
Στόλος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fuja, fugir, voar, rápido, frota, veloz, frota de, da frota, frotas, de frota
Μεταφράσεις: fuja, fugir, voar, rápido, frota, veloz, frota de, da frota, frotas, de frota