Συμβιβασμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συμβιβασμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comprometer, compromisso, de compromisso, acordo, comprometimento
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβιβασμός
συμβιβασμός ορισμός, συμβιβασμόσ συνώνυμα, συμβιβασμός στη σχέση, συμβιβασμός siemens, συμβιβασμόσ αγγλικά, συμβιβασμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμβιβασμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συμβατός στα πορτογαλικά - compatível, compatíveis, compatível com, compatibilidade, compatíveis com
- συμβιβάζω στα πορτογαλικά - compromisso, reconciliar, retribuir, comprometer, conciliar, conciliação, conciliar a, ...
- συμβιβαστικός στα πορτογαλικά - conciliatório, conciliador, conciliatória, conciliadora, conciliação
- συμβολή στα πορτογαλικά - donativo, contribuição, contributo, participação, a contribuição, contribuições
Τυχαίες λέξεις
Συμβιβασμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: comprometer, compromisso, de compromisso, acordo, comprometimento
Μεταφράσεις: comprometer, compromisso, de compromisso, acordo, comprometimento