Συμπαράσταση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συμπαράσταση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reclinar, sustentar, fonte, fornecer, apoiar, amparar, apoio, suportar, escora, suprir, auxilio, mecenato, sustentação, apadrinhar, encostar, suporte, o apoio, de apoio, de suporte
Συμπαράσταση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπαράσταση

συμπαράσταση στην ερτ, συμπαράσταση συνώνυμα, συμπαράσταση στην δυτική αθήνα, συμπαράσταση γνωμικά, συμπαράσταση στους έλληνες, συμπαράσταση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμπαράσταση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συμπαθώ στα πορτογαλικά - quão, relâmpago, gostar, como, amar, prezar, similar, ...
  • συμπαιγνία στα πορτογαλικά - conluio, colusão, conivência, concertação, a colusão
  • συμπατριώτης στα πορτογαλικά - compatriota, conterrâneo, camponês, o compatriota, patrício
  • συμπερίληψη στα πορτογαλικά - inclusão, a inclusão, inserção, de inclusão, da inclusão
Τυχαίες λέξεις
Συμπαράσταση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: reclinar, sustentar, fonte, fornecer, apoiar, amparar, apoio, suportar, escora, suprir, auxilio, mecenato, sustentação, apadrinhar, encostar, suporte, o apoio, de apoio, de suporte