Συναθροίζομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συναθροίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reunir-se, congregam
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναθροίζομαι
συναθροίζομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συναθροίζομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συναγωνίζομαι στα πορτογαλικά - concorrer, rivalizar, competir, compita, competem, concorrência, concorrem
- συναγωνισμός στα πορτογαλικά - concorrência, competidor, concurso, competição, rival, certame, a concorrência, ...
- συναθροίζω στα πορτογαλικά - montar, monte, reunir, coletar, recolher, se reúnem, juntar
- συναινώ στα πορτογαλικά - aquiescer, consentimento, autorização, o consentimento, aprovação, de consentimento
Τυχαίες λέξεις
Συναθροίζομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: reunir-se, congregam
Μεταφράσεις: reunir-se, congregam