Συνεπώς στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συνεπώς, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consequentemente, conseqüentemente, por conseguinte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεπώς
συνεπώσ περιφέρεια, συνεπώς συνώνυμο, συνεπώσ αγγλικά, συνεπώς στα αγγλικά, συνεπώς συνώνυμα, συνεπώς λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνεπώς στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συνεπής στα πορτογαλικά - relevância, seguro, consistente, são, coerente, consistentes, coerentes, ...
- συνεπαίρνω στα πορτογαλικά - voltar, transporte, excita, emociona, entusiasma, empolga, excite
- συνεργάζομαι στα πορτογαλικά - cooperar, coopere, colaborar, colaboram, colaboração, colabore, colaborem
- συνεργάσιμος στα πορτογαλικά - cooperativo, cooperativa, cooperação, de cooperação, cooperativas
Τυχαίες λέξεις
Συνεπώς στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: consequentemente, conseqüentemente, por conseguinte
Μεταφράσεις: consequentemente, conseqüentemente, por conseguinte