Συνοψίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συνοψίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
condensar, tabular, tabulate, tabulação, tabulam, tabular os
Συνοψίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνοψίζω

συνοψίζω english, συνοψίζω στα αγγλικά, συνοψιζω συνώνυμο, συνοψίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνοψίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συνοφρυώνομαι στα πορτογαλικά - carranca, olhar severo, careta, cenho, cenho franzido
  • συνοχή στα πορτογαλικά - coesão, de coesão, a coesão, da coesão
  • συντάκτης στα πορτογαλικά - editor, editor de, edição, de edição, do editor
  • συντάσσω στα πορτογαλικά - compilar, redigir, editar, reter, redija, redact
Τυχαίες λέξεις
Συνοψίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: condensar, tabular, tabulate, tabulação, tabulam, tabular os