Τρυφερότητα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: τρυφερότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afeição, afecção, abalo, comoção, choque, ternura, tenderness, sensibilidade, carinho, maciez
Τρυφερότητα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρυφερότητα

τρυφερότητα ποίηση, τρυφερότητα συνωνυμα, τρυφερότητα ταινία, τρυφερότητα κρέατος, τρυφερότητα συνώνυμο, τρυφερότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τρυφερότητα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • τρυπώ στα πορτογαλικά - preço, tabelar, picar, torneira, toque, toque em, da torneira, ...
  • τρυφερός στα πορτογαλικά - tendência, encarregado, suave, ameno, meigo, oferta, proposta, ...
  • τρωκτικό στα πορτογαλικά - roedor, haste, roedores, de roedores, de roedor, do roedor
  • τρόμος στα πορτογαλικά - terrorismo, desânimo, pavor, terror, desalojar, receio, medo, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρυφερότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: afeição, afecção, abalo, comoção, choque, ternura, tenderness, sensibilidade, carinho, maciez