Τόκος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τόκος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
interesses, renda, intercâmbio, interesse, juro, interessar, juros, de juros
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τόκος
τόκος υπερημερίας νπδδ, τόκος υπερημερίας δημοσίου 6, τόκος υπερημερίας υπολογισμός, τόκος επιδικίας, τόκος δημοσίου, τόκος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τόκος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τυχερός στα πορτογαλικά - feliz, fortalecer, afortunado, sortudo, sorte, lucky, de sorte
- τωρινός στα πορτογαλικά - corrente, fluxo, actual, vigente, atual, atuais, de corrente
- τόλμη στα πορτογαλικά - audácia, abalançar, ousar, desafio, audaz, ousadia, arrojo, ...
- τόλμημα στα πορτογαλικά - desafio, gordo, audaz, ousar, abalançar, realce, risco, ...
Τυχαίες λέξεις
Τόκος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: interesses, renda, intercâmbio, interesse, juro, interessar, juros, de juros
Μεταφράσεις: interesses, renda, intercâmbio, interesse, juro, interessar, juros, de juros