Τόξο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τόξο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curvar, proa, inclinar, arco, curva, bow, arco de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τόξο
τόξο πιερίας, τόξο εφαπτομένης τυπος, τόξο κυνηγιού, τόξο αγορά, τόξο κύκλου, τόξο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τόξο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τόλμημα στα πορτογαλικά - desafio, gordo, audaz, ousar, abalançar, realce, risco, ...
- τόνος στα πορτογαλικά - fortificar, apontamento, sonância, pressão, sublinhar, amanhã, tonelada, ...
- τόπος στα πορτογαλικά - recinto, identificar, adro, sentar, lugar, casa, praça, ...
- τόρνος στα πορτογαλικά - torno, Torno, lathe, tornos, tornear, o torno
Τυχαίες λέξεις
Τόξο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: curvar, proa, inclinar, arco, curva, bow, arco de
Μεταφράσεις: curvar, proa, inclinar, arco, curva, bow, arco de