Υποκινώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υποκινώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
promover, seguinte, imediato, pronto, promova, fomentar, alerta, instigar, auxiliar, estimular, encorajar, ABET
Υποκινώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποκινώ

υποκινώ λεξικό, υποκινώ συνώνυμο, υποκινώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υποκινώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υποκειμενικότητα στα πορτογαλικά - subjetividade, subjectividade, a subjetividade, da subjetividade, subjetivação
  • υποκινητής στα πορτογαλικά - instigador, motor, movedor, mover, movimentador, movimentador de
  • υποκοριστικός στα πορτογαλικά - pequeno, diminua, ypokoristikos
  • υποκρισία στα πορτογαλικά - hipocrisia, a hipocrisia, da hipocrisia
Τυχαίες λέξεις
Υποκινώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: promover, seguinte, imediato, pronto, promova, fomentar, alerta, instigar, auxiliar, estimular, encorajar, ABET