Φρίκη στα πορτογαλικά
Μετάφραση: φρίκη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desajeitar, aversão, desfigurar, repugnar, horror, terror, de terror, de horror, do horror
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φρίκη
φρίκη στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, φρίκη πέρασε λουκέτο στα γεννητικά όργανα της συζύγου του, φρίκη δείτε με τι ζούσε στον καναπέ του για μήνες, φρίκη στη τυνησία έσφαξαν πολίτη που βαπτίστηκε χριστιανός, φρίκη στην άρτα αλβανοί βίασαν ανήλικη μπροστά στον πατέρα της, φρίκη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, φρίκη στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- φρένο στα πορτογαλικά - travão, freio, travar, de freio, do travão, do freio
- φρέσκος στα πορτογαλικά - fresco, novo, frequentemente, recente, fresca, frescos, frescas
- φραγμός στα πορτογαλικά - dacar, peça, massa, bloco, cubo, barreira, represa, ...
- φραστικά στα πορτογαλικά - verbalmente, verbal, oralmente, verbais
Τυχαίες λέξεις
Φρίκη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desajeitar, aversão, desfigurar, repugnar, horror, terror, de terror, de horror, do horror
Μεταφράσεις: desajeitar, aversão, desfigurar, repugnar, horror, terror, de terror, de horror, do horror