Όρεξη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: όρεξη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apetite, desfasado, gana, desejo, o apetite, do apetite, de apetite
Όρεξη στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όρεξη

όρεξη να χεις λεμεσός, όρεξη να χεις πολίχνη, όρεξη να χεις, όρεξη για ζωή, όρεξη για τίποτα, όρεξη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, όρεξη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • όργανο στα πορτογαλικά - instrumento, implantar, ordinariamente, mestre, implementar, órgãos, órgão, ...
  • όργιο στα πορτογαλικά - motim, bacanal, orgia, enxaguar, Orgias, Orgy, orgia de, ...
  • όρθιος στα πορτογαλικά - vertical, ereta, na posição vertical, posição vertical, na vertical
  • όριο στα πορτογαλικά - raia, confins, limite, limite de, limites, prazo
Τυχαίες λέξεις
Όρεξη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: apetite, desfasado, gana, desejo, o apetite, do apetite, de apetite