Ύφανση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ύφανση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tecelagem, de tecelagem, tecer, tecelagem de, a tecelagem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ύφανση
ύφανση δούμας, ύφανση χαλιών, ύφανση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ύφανση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ύστατος στα πορτογαλικά - final, derradeiro, último, última, definitiva
- ύφαλος στα πορτογαλικά - relançar, recifes, escolho, recife, reef, recife de, do recife
- ύφασμα στα πορτογαλικά - têxteis, estofo, tecido, pano, pano de, de pano, um pano
- ύφεση στα πορτογαλικά - crise, absolvição, recessão, retirada, recession, a recessão, de recessão
Τυχαίες λέξεις
Ύφανση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tecelagem, de tecelagem, tecer, tecelagem de, a tecelagem
Μεταφράσεις: tecelagem, de tecelagem, tecer, tecelagem de, a tecelagem