Άμεσος στα ρουμανικά

Μετάφραση: άμεσος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urgent, direct, directă, directe, directa, directă a
Άμεσος στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άμεσος

άμεσος δράση, άμεσοσ coombs, άμεσοσ φωτισμόσ, άμεσος στα αγγλικά, άμεσος συνεργός, άμεσος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, άμεσος στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • άμβλωση στα ρουμανικά - avort, avortul, avortului, de avort, avorturilor
  • άμεμπτος στα ρουμανικά - nevinovat, fără prihană, fără vină, fără pată, ireproșabil
  • άμμος στα ρουμανικά - nisip, de nisip, nisipul, cu nisip, nisipului
  • άμορφος στα ρουμανικά - fără formă, fara forma, lipsit de formă, formless, fără de formă
Τυχαίες λέξεις
Άμεσος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: urgent, direct, directă, directe, directa, directă a