Ανέγερση στα ρουμανικά
Μετάφραση: ανέγερση, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
construcţie, ridicare, montare, erectie, erecție, erectia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανέγερση
ανέγερση μουσείου μεσσαράς ηράκλειο, ανέγερση κτιρίου σε οικόπεδο τρίτου, ανέγερση κατοικίας, ανέγερση κατοικίας κόστος, ανέγερση σχολείων, ανέγερση λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ανέγερση στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ανάφλεξη στα ρουμανικά - aprindere, de aprindere, contact, aprindere prin, aprinderea
- ανάχωμα στα ρουμανικά - mal, morman, movilă, movila, movilă de, colină
- ανέκδοτο στα ρουμανικά - anecdotă, anecdota, anecdote, glumă
- ανέκφραστος στα ρουμανικά - deadpan, inexpresiv, lor inexpresiv
Τυχαίες λέξεις
Ανέγερση στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: construcţie, ridicare, montare, erectie, erecție, erectia
Μεταφράσεις: construcţie, ridicare, montare, erectie, erecție, erectia