Αναστέλλω στα ρουμανικά
Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inhiba, inhibă, a inhiba, inhibe, inhibarea
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστέλλω
αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αναστέλλω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ανασκόπηση στα ρουμανικά - studiu, inspecţie, revizuire, recenzie, recenzie de, de reexaminare, analiză
- αναστάτωση στα ρουμανικά - ruptură, perturbare, întrerupere, întreruperi, perturbarea
- αναστατώνω στα ρουμανικά - deranja, se tulbura, se agita, tulbura, agita, ameți
- αναστενάζω στα ρουμανικά - suspin, oftat, sigh, oftând, suspina
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: inhiba, inhibă, a inhiba, inhibe, inhibarea
Μεταφράσεις: inhiba, inhibă, a inhiba, inhibe, inhibarea