Αποβλέπω στα ρουμανικά
Μετάφραση: αποβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obiectiv, el, scop, obiective, obiectivele, scopuri, scopurile, obiectivelor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποβλέπω
αποβλέπω μετάφραση, αποβλέπω συνώνυμα, προβλέπω συνώνυμο, προβλέπω ετυμολογία, αποβλέπω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αποβλέπω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- αποβάλλω στα ρουμανικά - expulza, expulzeze, expulzare, elimina, a expulza
- αποβλάκωση στα ρουμανικά - stupefacție, stupoare, stupefiat, stupefactie, stupefactia
- αποβλακώνω στα ρουμανικά - tâmpi, ameți, înțepeni, uimi, prosti
- αποβολή στα ρουμανικά - avort, avortul, avortului, de avort, avorturilor
Τυχαίες λέξεις
Αποβλέπω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: obiectiv, el, scop, obiective, obiectivele, scopuri, scopurile, obiectivelor
Μεταφράσεις: obiectiv, el, scop, obiective, obiectivele, scopuri, scopurile, obiectivelor