Βαθούλωμα στα ρουμανικά
Μετάφραση: βαθούλωμα, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dinte, dent, adâncitură, adancitura
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθούλωμα
βαθούλωμα κρανίου, βαθούλωμα στο στέρνο, βαθούλωμα αυτοκινήτου, βαθούλωμα στα νύχια, βαθούλωμα στο αυτοκίνητο, βαθούλωμα λεξικό γλώσσας ρουμανικά, βαθούλωμα στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- βαθουλωμένος στα ρουμανικά - gol, cavernos, dințat, afectat, DentEd, știrbit, știrbită
- βαθουλώνω στα ρουμανικά - dinte, dent, adâncitură, adancitura
- βαθυστόχαστος στα ρουμανικά - profund, profundă, profunde, profunda, profunzime
- βαθύς στα ρουμανικά - profund, adânc, adâncime, profundă, în adâncime
Τυχαίες λέξεις
Βαθούλωμα στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: dinte, dent, adâncitură, adancitura
Μεταφράσεις: dinte, dent, adâncitură, adancitura