Βοηθώ στα ρουμανικά

Μετάφραση: βοηθώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ajutor, ajuta, ajuta la, a ajuta, de ajutor
Βοηθώ στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοηθώ

βοηθώ modern greek verbs, να βοηθώ, βοηθώ αντωνυμο, βοηθώ συνώνυμο, βοηθώ conjugation, βοηθώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, βοηθώ στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • βοηθητικός στα ρουμανικά - auxiliar, auxiliare, auxiliară, auxiliari, auxiliar de
  • βοηθός στα ρουμανικά - ajuta, ajutor, asistent, asistentul, asistent de, adjunct, de asistent
  • βολή στα ρουμανικά - formă, tipar, shot, șut, dreapta, lovitură, șutul
  • βολβός στα ρουμανικά - bec, bulb, becului, becul, bec de
Τυχαίες λέξεις
Βοηθώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: ajutor, ajuta, ajuta la, a ajuta, de ajutor