Βότανο στα ρουμανικά
Μετάφραση: βότανο, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iarbă, planta, plante medicinale, plante, plantă
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βότανο
βότανο για το συκώτι, βότανο forskolin, βότανο αρτεμισία, βότανο τριβόλι, βότανο st john’s wort, βότανο λεξικό γλώσσας ρουμανικά, βότανο στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- βόρειος στα ρουμανικά - nordic, nord, de nord, la nord, nordul
- βόσκω στα ρουμανικά - jupui, Navigare, Browsing, Navigarea, de navigare, navigarea pe
- βότσαλο στα ρουμανικά - cristal de stâncă, prundiș, prundis, de prundis, pietriș
- βύθισμα στα ρουμανικά - proiect, proiectul, proiectul de, proiect de, proiectului
Τυχαίες λέξεις
Βότανο στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: iarbă, planta, plante medicinale, plante, plantă
Μεταφράσεις: iarbă, planta, plante medicinale, plante, plantă