Δεσπόζω στα ρουμανικά
Μετάφραση: δεσπόζω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
întrece în înălțime, domină, înalt decât, mai înalt decât, fi mai înalt decât
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσπόζω
δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω λεξικο, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, δεσπόζω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- δεσποινίς στα ρουμανικά - fată, Mademoiselle, domnișoară, domnișoara, domnișoarei, domnisoara
- δεσποτικός στα ρουμανικά - despot, poruncitor, maestru, de maestru, maiestrie, de maiestrie
- δευτερεύων στα ρουμανικά - secundar, secundară, secundare, secundara, secundar de
- δευτερόλεπτο στα ρουμανικά - secundă, clipă, în al doilea rând, al doilea, doilea, a doua
Τυχαίες λέξεις
Δεσπόζω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: întrece în înălțime, domină, înalt decât, mai înalt decât, fi mai înalt decât
Μεταφράσεις: întrece în înălțime, domină, înalt decât, mai înalt decât, fi mai înalt decât