Διυλιστήριο στα ρουμανικά
Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rafinărie, de rafinãrie, rafinării, rafinăriei, de rafinărie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο
διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας ρουμανικά, διυλιστήριο στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- διστακτικός στα ρουμανικά - șovăitor, ezitant, ezitat, ezită, ezitantă
- διστακτικότητα στα ρουμανικά - ezitare, o ezitare, ezitări, de ezitare
- διφορούμενος στα ρουμανικά - ambiguu, ambiguă, ambigue, ambigua, de ambiguă
- διχάζω στα ρουμανικά - divide, bifurcat, bifurca, se bifurca, bifurce, despica
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: rafinărie, de rafinãrie, rafinării, rafinăriei, de rafinărie
Μεταφράσεις: rafinărie, de rafinãrie, rafinării, rafinăriei, de rafinărie