Κόκαλο στα ρουμανικά
Μετάφραση: κόκαλο, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
os, osoase, osoasă, osoasa, oase
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόκαλο
κόκκαλο βιβλιοδεσίας, κόκαλο ψαριού, κόκαλο ή κόκκαλο, κόκαλο από ψάρι στο λαιμό, κόκαλο ψαριού στο λαιμό, κόκαλο λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κόκαλο στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κωπηλατώ στα ρουμανικά - ceartă, rând, canoe, de canoe, canoe de, cu canoe, canotaj
- κόβω στα ρουμανικά - croială, rupe, sever, rupă, despărți, separa
- κόκκινος στα ρουμανικά - roşu, roșu, rosu, roșie, roșii, rosie
- κόκκος στα ρουμανικά - bob, cereale, de cereale, de boabe, grâu
Τυχαίες λέξεις
Κόκαλο στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: os, osoase, osoasă, osoasa, oase
Μεταφράσεις: os, osoase, osoasă, osoasa, oase