Οξύ στα ρουμανικά

Μετάφραση: οξύ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acid, acidului, acidul, de acid, acidă
Οξύ στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύ

οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου συμπτώματα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, οξύ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, οξύ στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • οξυδέρκεια στα ρουμανικά - înțelegere, o perspectivă, o perspectiva, introspecție, insight
  • οξυδερκής στα ρουμανικά - abrupt, pătrunzător, acut, perceptiv, perceptive, perceptivă, perspicace, ...
  • οξύθυμος στα ρουμανικά - irascibil, irascibili, susceptibil, irascibilul, irascibilă
  • οξύνοια στα ρουμανικά - viclenie, iscusință, maliție
Τυχαίες λέξεις
Οξύ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: acid, acidului, acidul, de acid, acidă