Πεινασμένος στα ρουμανικά

Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înfometat, flămând, foame, e foame, de foame
Πεινασμένος στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεινασμένος

πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, πεινασμένος στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • πειθαρχώ στα ρουμανικά - disciplina, disciplină, disciplinei, discipline, de disciplină
  • πειθώ στα ρουμανικά - opinie, persuasiune, convingere, Persuasion, Persuasiunea, Convingerea
  • πεινώ στα ρουμανικά - foame, foamei, foametei, foamea, foamete
  • πειράζω στα ρουμανικά - șicana, dărăcire, dezlâna, cicăleală, dărăcit
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: înfometat, flămând, foame, e foame, de foame